- αρρηφόρος
- ἀρρηφόρος, η (Α)κοπέλα που έπαιρνε μέρος στην πομπή των Αρρηφορίων.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αρρηφόρος καθώς και οι σημασιολογικά παράλληλοι τ. ερρηφόρος και ερσηφόρος είναι αβέβαιης ετυμολ. και έχουν γίνει πολλές υποθέσεις για την προέλευσή τους. Πιθανότερη μπορεί να θεωρηθεί μια νεώτερη ετυμολόγηση, κατά την οποία α' συνθετικό των λ. αρρηφόρος, ερσηφόρος είναι ο αττ. τ. άρρην και ο αιολ., δωρ., ιων. τ. έρσην «αρσενικός», γιατί οι λ. αυτές σχετίζονται με φαλλικά σύμβολα και τελετές της γονιμότητας. Το μειονέκτημα αυτής της απόψεως είναι ότι η προέλευση των τ. αρρηφόρος και ερρηφόρος από *αρρενοφόρος και *ερρενοφόρος με ανομοίωση εμφανίζει μεγάλες ερμηνευτικές δυσχέρειες].
Dictionary of Greek. 2013.